Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η ξένη γλώσσα

  • 1 язык

    язык м в разн. знач. η γλώσσα· разговорный \язык η καθομιλουμένη γλώσσα; литературный \язык η λογοτεχνική γλώσσα; владеть иностранным \языком κατέχω (или ξέρω καλά) ξένη γλώσσα; найти общий \язык с кем-л. βρίσκω κοινή γλώσσα με κάποιον ◇ язык до Киева доведёт ρωτώντας πας στην Πόλη
    * * *
    м в разн. знач.
    η γλώσσα

    разгово́рный язы́к — η καθομιλουμένη γλώσσα

    литерату́рный язы́к — η λογοτεχνική γλώσσα

    владе́ть иностра́нным языко́м — κατέχω ( или ξέρω καλά) ξένη γλώσσα

    найти́ о́бщий язы́к с кем-л. — βρίσκω κοινή γλώσσα με κάποιον

    ••

    язы́к до Ки́ева доведёт — ρωτώντας πας στην Πόλη

    Русско-греческий словарь > язык

  • 2 язык

    язык
    м в разн. знач. ἡ γλώσσα; \язык колокола ἡ γλώσσα τής καμπάνας· \язык пламени ἡ φλόγα, ἡ γλώσσα τής φωτιΐϊς· обложенный \язык γλώσσα μέ ἐπίχρισμα· вареный (копченый) \язык ἡ βραστή (ή καπνιστή) γλώσσα· злой \язык ἡ κακιά γλώσσα· острый на \язык ἔχει τσουχτερή γλώσσα· ΗΗοετρέΗΗΐιΐΐ \язык ἡ ξένη γλώσσα· греческий \язык ἡ ἐλληνική γλώσσα· литературный \язык ἡ λογοτεχνική γλώσσα· разговорный \язык ἡ ὁμιλούμενη (γλώσσα)· живой (мертвый) \язык ἡ ζωντανή (ἡ νεκρή) γλώσσα· показать \язык а) (врачу) δείχνω τή γλώσσα, б) (из озорства) βγάζω τή γλώσσα μου· прикусить \язык прям., перен δαγκάνω τή γλώσσα μου· владеть \языко́м κατέχω μιά γλώσσα· знающий \языкй γλωσσομαθής· ◊ добыть \языка воен. πιάνω γλώσσα, πιάνω αἰχμάλωτο γιά πληροφορίες· высунув \язык μέ τή γλώσσα ἔξω· попридержи́ \язык! разг μάζεψε τή γλώσσα σου!· держать \язык за зубами δέν λέγω πολλά λόγια· тянуть за \язык кого́-л. ὑποχρεώνω κάποιον νά μιλήσει· развязать \язык кому-л. λύνω τή γλώσσα κάποιου· быть несдержанным на \язык δέν μετρώ τά λόγια μου· быть бойким на \язык πάει ἡ γλώσσα μόυ ροδάνι· злые \языки́ говорят οἱ κακές γλώσσες λενε· у него́ отнялся \язык κατάπιε τή γλώσσα του· у него́ \язык без костей εἶναι πολυλογάς· у него длинный \язык δέν κρατἄ τή γλῶσσα του· у него́ \язык хорошо подвешен ἔχει ἀκονισμένη τή γλώσσα του· у него что на уме, то и на \языке τα λεω ὅλα, δέν κρύβω τίποτε· у меня \язык чешется разг μέ τρώει ἡ γλώσσα μου· э́то слово сорвалось у меня с \языка μοῦ ξέφυγε· это слово вертится у меня на \языке τήν ἔχω τή λεξη στό στόμα μου καί δέν μπορώ νά τή βρώ· трепать \языко́м φλυαρώ· найти общий \язык с кем-л. Ερχομαι σέ συνεννόηση μέ κάποιον \язык до Киева доведет ρωτώντας πάει κανείς στήν Πόλη· \язык мой \язык враг мой λανθάνουσα ἡ γλώσσα λέει τήν ἀλήθεια.

    Русско-новогреческий словарь > язык

  • 3 иностранный

    иностранный ξένος; εξωτερι κός; \иностранный язык η ξένη γλώσσα
    * * *
    ξένος; εξωτερικός

    иностра́нный язы́к — η ξένη γλώσσα

    Русско-греческий словарь > иностранный

  • 4 совершенство

    совершенство с η τελειότητα, η εντέλεια, η αρτιότητα; в \совершенствое στην εντέλεια· в \совершенствое владеть иностранным языком κατέχω τέλεια την ξένη γλώσσα
    * * *
    с
    η τελειότητα, η εντέλεια, η αρτιότητα

    в соверше́нстве — στην εντέλεια

    в соверше́нстве владе́ть иностра́нным языко́м — κατέχω τέλεια την ξένη γλώσσα

    Русско-греческий словарь > совершенство

  • 5 разговорник

    το εγχειρίδιο συνομιλίας σε ξένη γλώσσα
    οι διάλογοι (κάποιας) ξένης γλώσσας

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > разговорник

  • 6 ииостранный

    ииостран||ный
    прил ξένος, ἐξωτερικός, ξενικός:
    \ииостранныйный язык ἡ ξένη γλώσσα.

    Русско-новогреческий словарь > ииостранный

  • 7 одолевать

    одолевать
    несов, одолеть сов I. (побеждать) (ὐπερ)νικῶ·
    2. перен (осиливать) разг βγάζω πέρα / καταφέρνω νά μάθω (при изучении чего-л.):
    \одолевать иностранный язык καταφέρνω νά μάθω μιά ξένη γλώσσα·
    3. перен (охватывать кого-л.\одолевать о состоянии) πιάνω, καταβάλλω, κυριεύω:
    меня одолел сон μ' ἐπιασε ὑπνος.

    Русско-новогреческий словарь > одолевать

  • 8 болтать

    ρ.δ.
    1. μ. ανακατώνω, -εύω, κουνώ•

    болтать лекарство ανακατεύω το φάρμακο (κουνώντας το).

    2. αιωρώ, ταλαντεύω, κουνώ στον αέρα•

    -ногами αιωρώ τα πόδια.

    1. ανακατεύομαι.
    2. αιωρούμαι, ταλαντεύομαι, κουνιέμαι στον αέρα.
    3. περιφέρομαι άσκοπα.
    ρ.δ.
    1. φλυαρώ, πολυλογώ, αεροκοπανίζω•

    болтать вздор λέγω ένα σωρό ανοησίες•

    без умолку φλυαρώ ασίγαστα (ακατάπαυστα).

    2. (για ξένη γλώσσα) μιλώ ελεύθερα•

    болтать по-русски μιλώ ελεύθερα τα ρωσικά.

    εκφρ.
    болтать языком – γλωσσοκοπανώ, γλωσσαλγώ, με πιάνει, γλωσσοδιάρροια.

    Большой русско-греческий словарь > болтать

  • 9 говорить

    ρ.δ., παθ. μτχ. παρλθ. χ ρ., говоренный, βρ: -рен, -рена, -рено.
    1. ομιλώ, μιλώ, κρένω•

    ребенок еще не -ит το παιδάκι ακόμα δε μιλά.

    || κατέχω ξένη γλώσσα•

    говорить по-русски μιλώ ρωσικά.

    2. λέγω, λέω•

    говорить правду λέγω την αλήθεια•

    говорить ложь λέγω ψέματα, ψεύδομαι.

    || διηγούμαι. || μτφ. εμφυσώ, εμπνέω. || μτφ. υπαγορεύω.
    3. συνομιλώ, κουβεντιάζω. || φημολογώ•

    -ят, что вы нвлвдим λένε πως είστε ακοινώνητος.

    || μαρτυρώ, αποδείχνω•

    факты -ят τα έργα (πράξεις) λένε.

    εκφρ.
    говорить на разных языках – μιλούμε σε διάφορες γλώσσες (δεν καταλαβαίνομε ο ένας το άλλον, δεν συνεννοούμαστε)•
    тебе -ят – εσένα λένε (άκουσε)•
    вам -ю – εσάς μιλώ (ακούτε)•
    и не -ите – ούτε λόγος να γίνεται, δε χρειάζεται κουβέντα (αναμφίβολα, οπωσδήποτε)•
    иначе -я – με άλλα λόγια•
    само за себя -ит – μιλάει το ίδιο, είναι αυτονόητο, αυτοφανές, αυτόδηλο•
    что и говорить – τι να πω (είναι σωστό)•
    что ή как ни -и – ό,τι, όσο και να πεις•
    что вы -ите! – τι λέτε!•
    это -ит в его пользу – αυτό είναι υπέρ αυτού, προς όφελος του•
    не -я уже – για να μην πω ακόμα.
    1. λέγομαι, μιλιέμαι• προφέρομαι. || αναφέρομαι.
    2. έχω διάθεση γιά κουβέντα.
    3. φημολογούμαι• λέγομαι•

    как -ится όπως λέγεται.

    Большой русско-греческий словарь > говорить

  • 10 разговорник

    α.
    εγχειρίδιο συνομιλίας (σε ξένη γλώσσα).

    Большой русско-греческий словарь > разговорник

  • 11 лопотать

    -почу, -почешь
    ρ.δ.
    1. ψελίζω, ψιθυρίζω.
    2. τραυλίζω, βαταρίζω• μουρμουρίζω.
    3. μτφ. μιλώ σε ξένη ή ακαταλαβίστικη γλώσσα.

    Большой русско-греческий словарь > лопотать

См. также в других словарях:

  • γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… …   Dictionary of Greek

  • ξενόγλωσσος — η, ο 1. αυτός που μιλά ξένη γλώσσα 2. γραμμένος σε ξένη γλώσσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + γλωσσος (< γλώσσα). Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

  • Αλγερία — I (Αστρον.).Αστεροειδής που το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 14,6, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 10,5. II Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • ετερόγλωσσος — η, ο (Α ἑτερόγλωσσος, ον και αττ. τύπος ἑτερόγλωττος, ον) αυτός που μιλά άλλη γλώσσα, ο ξενόγλωσσος, ο αλλόγλωσσος αρχ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε διαφορετικές γλώσσες. επίρρ... ἑτερογλώσσως σε ξένη γλώσσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * +… …   Dictionary of Greek

  • αλλόγλωσσος — η, ο (Α ἀλλόγλωσσος, ον) αυτός που μιλά ξένη γλώσσα, ο ξενόγλωσσος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλο * + γλωσσος < αρχ. γλῶσσα. ΠΑΡ. ἀλλογλωσσία] …   Dictionary of Greek

  • ξενογλωσσία — Παρακανονικό φαινόμενο ακαθόριστης ταξινόμησης που συνίσταται τις περισσότερες φορές στην ικανότητα μερικών ατόμων να εκφράζονται –σε κατάσταση ύπνωσης ή οπωσδήποτε μειωμένης συνείδησης– σε γλώσσες που δεν τις ξέρουν σε κατάσταση εγρήγορσης. Οι… …   Dictionary of Greek

  • παλίγγλωσσος — και πολίγλωσσος, ον (Α) 1. αντιφατικός, ψευδής 2. αυτός που κάμπτεται, που λυγίζει («ἔρις οὐ παλίγγλωσσος», Πίνδ.) 3. αυτός που μιλά παράξενη ή ξένη γλώσσα 4. δύσφημος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλι(ν) + γλωσσος (< γλῶσσα)] …   Dictionary of Greek

  • σπάζω — και σπάνω και σπάω Ν 1. κομματιάζω κάτι χτυπώντας το ή ρίχνοντας το κάτω (α. «σπάω πέτρες με τη βαριά» β. «γλίστρησα κι έσπασα το ποτήρι») 2. προξενώ ζημιά ή καταστροφή σε κάτι (α. «με τη μεταφορά έσπασαν το τραπέζι» β. «ο αέρας έσπασε τα… …   Dictionary of Greek

  • άδδιξ — ἄδδιξ ( ιχος), η (Α) μέτρο χωρητικότητας, που ισοδυναμούσε με τέσσερεις χοίνικες*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολογίας. Πιθανόν πρόκειται για δάνειο από ξένη γλώσσα, όπως συμβαίνει με πολλές λέξεις που συνδέονται με έννοιες μετρήσεως π.χ. κοτύλη,… …   Dictionary of Greek

  • αλλοφωνώ — ἀλλοφωνῶ ( έω) (Μ) [ἀλλόφωνος] μιλώ ξένη γλώσσα, είμαι αλλόγλωσσος …   Dictionary of Greek

  • αλλόφωνος — η, ο (Α ἀλλόφωνος, ον) αυτός που μιλάει άλλη ξένη γλώσσα, ο αλλόγλωσσος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλο * + φωνος < φωνή. ΠΑΡ. αρχ. ἀλλοφωνία μσν. ἀλλοφωνώ] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»